Οι Χαμηλές Πτήσεις του γελασίνου

Ή η σχεδόν μεταφυσική περίπτωση του κ. Γεράσιμου Σπανοδημήτρη*

Tι είναι έλλειψη φαντασίας σύμφωνα με τον μικρό σπουργίτη; «Να καβαλάς ως παιδί ένα ξύλο και τρέχοντας να νομίζεις ότι καβαλάς ένα ξύλο». Στις «Χαμηλές Πτήσεις» ο Αρκάς επενόησε ένα παιδί-θαύμα με διαβολικό πνεύμα αμφισβήτησης και αναρχική διάθεση ισοπέδωσης των πάντων. Πρώτος και εύκολος στόχος του ο μπαμπάς σπουργίτης, συναισθηματικά τσακισμένος από την προδοσία και τη φυγή της συζύγου του, αλλά και αφοσιωμένος οπαδός κάθε μικροαστικής αξίας. Το ηθογραφικό δράμα έχει ήδη στηθεί και μάλιστα στο κατάλληλο σκηνικό. Ένα καθημαγμένο αστικό τοπίο μιας πόλης που πέρασε ασθμαίνοντας στον μεταμοντερνισμό χωρίς να την αγγίξει διόλου η νεωτερικότητα. Οι διάλογοι του μικρού με τον πατέρα-φαμίλια (που όμως δεν έχει οικογένεια) θυμίζουν τους πρωταγωνιστές του «Περιμένοντας τον Γκοντό», καθώς μάλιστα εκτυλίσσονται στο ανάλογο περιβάλλον. Εν προκειμένω ο Γκοντό έρχεται και μάλιστα με τη μορφή του αναρχικού μικρού, του μπόμπιρα σπουργίτη ο οποίος διαθέτει το ταλέντο ενός άλλου παιδιού-θαύματος, του Αμαντέους Μότσαρτ, αλλά διόλου τον σεβασμό προς τον καταπιεστικό ιμπρεσάριο πατέρα Λεοπόλδο. Ακριβώς το αντίθετο θα λέγαμε!

Τα ολοσέλιδα μονόπρακτα του Αρκά με την εξαιρετική οικονομία των μέσων τους αρθρώνονται σαν κανονικά θεατρικά μονόπρακτα αξιοποιώντας μιαν αρχική λαμπρή ιδέα και διακλαδίζοντάς την επ’ άπειρον σε όλους τους δυνατούς συσχετισμούς. Πίσω από τη γενική εικόνα υπάρχει μια κρυμμένη γεωμετρία. Είναι προφανές. Μια γεωμετρία της οποίας βασικό σχήμα είναι ο λόγος, οι ανατροπές του, οι διπλές σημασίες, οι παρανοήσεις, τα υπονοούμενα. Ακόμη, σπανιότερα, και οι σιωπές. (Να γιατί υπαινίχθηκα πιο πάνω μπεκετική ατμόσφαιρα). Νομίζω πως όποιος θέλει να γράψει κάτι για τον Αρκά, οφείλει να απαλλαγεί από κάθε πειρασμό χιούμορ. Εκτός κι αν φιλοδοξεί να διαβάσει τα έργα αρκούμενος απλώς σε ένα πρώτο επίπεδο. Οι πολλοί γελάνε με τα ευρήματα και τις απροσδόκητες εξόδους των οπτικοποιημένων ιστοριών του. Οι άλλοι χαμογελούν μελαγχολώντας. Και είναι αυτό το γεγονός που σχεδόν ανεπαισθήτως ανάγει τα κόμικς του Αρκά όχι απλώς σε κώμικς αλλά σε μια σημαντική πολιτική έκφραση του καιρού μας. Σε μια εικαστική τέχνη που ζευγνύει ισότιμα το λαϊκό και το λόγιο τιμώντας και τα δύο εξίσου. Επειδή εντέλει, η μελαγχολία είναι αυτό που μας απομένει.

«Χαρίζουμε τον θάνατο σ΄ ένα παιδί όταν του χαρίζουμε μια κούκλα». Αυτή η φράση της Τζούνα Μπαρνς στριφογύριζε στο μυαλό μου όταν (ξανα)ξεφύλλιζα τα επτά τεύχη των «Χαμηλών Πτήσεων» λοξοκοιτάζοντας παράλληλα στην τηλεόραση τα ξεκοιλιασμένα βρέφη της Βηρυτού. Ο μικρός σπουργίτης πρόλαβε να αναιρέσει και να διασύρει όλα τα κοινωνικά σύμβολα, το εκπαιδευτικό σύστημα, την οικογένεια, το δικαίωμα στην εργασία και τις διακοπές, τον σεβασμό στους μεγαλύτερους, προτού μάλιστα υποστεί την καταλυτική τους επίδραση. Η ποιητική αναρχία του, όταν φοράει βάζα και ντενεκέδες παριστάνοντας τον διαστημάνθρωπο, προσεγγίζει τον terrorisme poetique του Γιαν Φαμπρ. Ο μικρός εκφράζει άφοβα τη βιτριολική αηδία του σε ό,τι συγκροτεί τον κόσμο των μεγάλων, γεγονός εκ πρώτης όψεως αστείο, στο βάθος τραγικό.

Οι «Χαμηλές Πτήσεις» λαμβάνουν χώρα σε άθλιες ταράτσες, σε γείσα ερειπωμένων νεοκλασικών, σε φουγάρα και ξεδοντιασμένες κεραίες τηλεοράσεων, πλάι σε πλυσταριά και ηλιακούς θερμοσίφωνες. Πρόκειται για την Αθήνα και όχι για τη Νεφελοκοκκυγία. Είναι η Αθήνα του σήμερα -κάπου αναγνωρίζουμε και τον μπετονένιο πύργο της. Τα πουλιά πια δεν ζουν στη φύση εφόσον και το δάσος είναι ένας συμβολικός, προκατασκευασμένος «τόπος». Ο μικρός με τη σειρά του μισεί το δάσος. «Ο καθαρός αέρας του δάσους βοηθάει πολύ την ανάπτυξη» επιμένει παρ’όλα αυτά ο μπαμπάς του. «Να το πεις αυτό στους επτά νάνους» είναι η ανοικτίρμων απάντηση του μικρού.

Τα λεκτικά ευρήματα του Αρκά συνδυασμένα με έναν σκόπιμα μπρούτο εξπρεσιονισμό χρώματος και έναν σκώπιμα μπρούτο μινιμαλισμό σχεδίου τον καθιστούν ακραιφνώς γλωσσαλγικό  καλλιτέχνη, όπως είναι ο Βλάσης Κανιάρης, ο Άγγελος Παπαδημητρίου, ο Νίκος Χαραλαμπίδης ή ο Δημήτρης Ζουρούδης. Τα σπουργίτια των «Χαμηλών Πτήσεων» είναι τόσο ελληνοκεντρικά όσο και μοντέρνα, πράγμα που συναντάμε και στους «Όρνιθες», τα πασίγνωστα πουλιά ενός άλλου κομίστα που κομίζει κατ’ έτος εκατόμβες θεατών στην Επίδαυρο, γελώντας σαρδόνια κάτω από τα μουστάκια του με αυτά που εκείνοι βλέπουν στο όνομά του.

Πού είναι ο Αρκάς; Στον σαρκασμό του μικρού ή στη στωικότητα του φροϋδικού πατέρα; Ή μήπως είναι το genius loci της ανασούμπαλης, ανυπεράσπιστης πόλης; Νομίζω πως στη ρίζα της συγκεκριμένης ιδέας των «Χαμηλών Πτήσεων» βρίσκεται το αρχετυπικό δίδυμο του Θεάτρου Σκιών: Ο Καραγκιόζης και το Κολλητήρι. Με τις λοιπές φιγούρες, τον ταχυδρόμο, τον δάσκαλο, τον τσαλαπετεινό κ.λπ. να βαδίζουν παράλληλα με τον Σταύρακα, τον Νιόνιο, τον Χαχαμίκο κ.ο.κ.

Τι είναι, τέλος πάντων, ο Αρκάς; Ένας, ακόμη, χιουμορίστας ή ένας θυμόσοφος αρτιζάνος που αναγνωρίζοντας την αναπόφευκτη θλίψη των πραγμάτων έχει αποφασίσει να γελάει αντί να κλαίει; Αν ο Δημόκριτος, ο πατέρας της ατομικής θεωρίας, έμεινε γνωστός ως «γελασίνος», ο φιλόσοφος που γελά, κι ο Μποστ ως ο «νεότερος Λεονάρντο», ο Αρκάς, πατέρας του Καστράτο, του Ισοβίτη, του Κόκκορα κ.λπ. ας μείνει, σ’ όση ιστορία μας απέμεινε για μέλλον, ως ο ζωγράφος που γελά με τη μωρία και την απληστία των ανθρώπων, με την ιλαροτραγωδία δηλαδή της condition humaine. Που ζωγραφίζει, τέλος, σαν τον μικρό σπουργίτη «απλώς για να περνάει η ώρα», εφόσον «ο Νεύτων όταν του έπεσε το μήλο στο κεφάλι ανακάλυψε τον πονοκέφαλο»!

 

 

1-9-2006

Μάνος Στεφανίδης

 

 

*Ψάξτε στο βιβλίο για ν’ ανακαλύψετε αυτή την καταπληκτική φιγούρα, η οποία θα μπορούσε να έχει πει μαζί με τον Γούντι Αλεν, «Αν υπάρχει  Θεός ας μου δώσει ένα σημάδι, ας μου βάλει 1.000.000 δολάρια σε μια τράπεζα της Ελβετίας».