Η γοητεία του αφανούς
Όση σοφία κι αν συσσωρεύει κάποιος, τα τοπία ενός μετά θάνατον κόσμου δεν θα του αποκαλυφθούν. Το επέκεινα ασκεί αποκλειστικά τη γοητεία της αφάνειάς του, ανοιχτό σε κάθε εικάσιμη ή εικαστική εκδοχή.
Μπορεί πολλοί να ασχολούνται μαζί του, λ.χ. θεολόγοι, εθνολόγοι, ζωγράφοι ή γλωσσολόγοι (που εντοπίζουν την ετυμολογία του παραδείσου στο αραμαϊκό «pardez» –τους περίφρακτους κήπους– και της κόλασης στο αρχαιοελληνικό «κλάω» –τους τιμωρητικούς ακρωτηριασμούς), κανείς τοπογράφος, ωστόσο, δε θέτει ζήτημα αποτύπωσής του. Το «κτηματολόγιό» του παραμένει αφανές και όσοι εμπιστεύονται τη μεταθανάτιαγνωριμίατου (ακόμα κι οι τοπογράφοι) υποχρεούνται να περιμένουν. Μάλλον χωρίς να αδημονούν. Αλλά και εκείνοι που δεν την εμπιστεύονται μετέχουν, εξίσου, στηγοητεία του αφανούς∙ απορώντας με την εμπιστοσύνη των προηγουμένων. Εκεί μεγαλουργεί ο Αρκάς, σε πιθανές ή απίθανες εκδοχές. Παίζοντας με τη σχετική, ανυπέρβλητη, άγνοιά μας.
«Πες μου, άγγελε, γιατί αφήνετε τους ανθρώπους στην αγωνία και τον φόβο;» απορεί ο πρωταγωνιστής της σειράς, παροτρύνοντας να προσφερθούν επιτέλους στην ανθρωπότητα κάποιες ενδείξεις για τις μεταθανάτιες προοπτικές της. Αναπτύσσοντας το επιχείρημά του, μάλιστα, αναφέρεται σε σοφούς που, για να λύσουν το μυστήριο του θανάτου, «καταναλώνουν όλη τους τη ζωή και στο τέλος, όταν πεθαίνουν, τους παίρνουν τέσσερα κοράκια και δεν έχουν ιδέα πού τους πηγαίνουν». Για να δώσει την ευκαιρία, στον άγγελο, να βγάλει το συμπέρασμα ότι: «οι σοφοί δεν ξέρουν πού πάνε τα τέσσερα!»
Οι αναγνώστες του Αρκά όμως, σοφότεροι από τους σοφούς, μαθαίνουμε με κάθε λεπτομέρεια τις γραφειοκρατικές καθηλώσεις του παραδείσου, την πλήξη και την ευνοιοκρατία ή τους συμβιβασμούς του με στερεότυπα, όσο και τους φιλέρευνους πειραματισμούς στην κόλαση, για επινόηση νέων βασανιστηρίων! Όπως μαθαίνουμε, χάρη στα σκίτσα, ότι ο παράδεισος διαθέτει ειδυλλιακή ύπαιθρο, με διάσπαρτους κίονες και κυπαρίσσια, ενώ η κόλαση ζοφερές στοές και μεσαιωνικά σταυροθόλια. Κι αν συναιρούνται, έτσι, παγανισμός με ορθοδοξία και καθολικισμό, δεν είναι απορίας άξιο. Έως κι ο άγγελος ομολογεί πως, βλέποντας τη φύση να διαθέτει «χρώματα που συνδυάζουν πράσινο με μοβ και φούξια με παπαγαλί», «καμήλες με στραβό λαιμό και καμπούρες» ή «ιπποποτάμους με γιγάντιο στόμα και μικροσκοπικά ματάκια», υμνούμε μεν «την ανυπέρβλητη δύναμη και την απέραντη σοφία του θεού», μα διατηρούμε επιφυλάξεις ως προς το γούστο του. Με τόσο κιτς σε αυτόν τον κόσμο, λοιπόν, γιατί όχι και στον άλλο;
Ωστόσο, η ζωή πριν ανταγωνίζεται, ενίοτε, κορυφαίες στιγμές της ζωής μετά. Θυμάμαι το επιχείρημα που άκουσα κάποτε, ότι «αφού κανείς δεν ήρθε από τον άλλο κόσμο, να πει πως τίποτε δεν υπάρχει, άρα κάτι υπάρχει»! Με τον ίδιο συλλογισμό, αφού κανείς δεν έχει δει τον Αρκά, άρα ο Αρκάς υπάρχει! Κι όπως μετά τον Γαλιλαίο η θρησκεία βρήκε τρόπο να συμβιβαστεί με την επιστήμη, δηλώνοντας ότι: «πρόθεση του Αγίου Πνεύματος δεν είναι να μας διδάξει πώς έχουν τα πράγματα στον ουρανό, μα πώς να πάμε σ’ αυτόν», ο Αρκάς, χάρη στα εκφραστικά σκίτσα και το ευφορικό του χιούμορ, καταφέρνει να κάνει και τα δύο.
Πέτρος Μαρτινίδης. |