Από το αβγό στον παράδεισο.
Η “μετασχηματιστική γραμματική”
των δώδεκα και μίας σειρών του Αρκά.
Σε μιαν εποχή κατά την οποία όλοι σχεδόν οι ζωγράφοι, οι αρχιτέκτονες, οι λογοτέχνες, οι μουσικοί, οι τραγουδιστές κ.λπ. πρώτα διαπρέπουν ως σπουδαία πρόσωπα κι έπειτα διαπιστώνεται η σπουδαιότητα των έργων ή των επιδόσεών τους, ο Αρκάς ανήκει στις ελάχιστες εξαιρέσεις ανθρώπων που, επί δύο δεκαετίες, προκαλούν το γενικό θαυμασμό με το έργο τους, ενώ, ως πρόσωπα, παραμένουν απολύτως ανεπιφανή.
Ποιος είναι άραγε ο Αρκάς; Ποια είναι η ηλικία, οι σπουδές, η οικογενειακή του κατάσταση και ποιες οι ιδεολογικο-θρησκευτικές του αντιλήψεις; Προφανώς, το Αρκάς είναι ψευδώνυμο. Ψευδώνυμο που, όπως συμβαίνει με όλα τα ψευδώνυμα, κάτι αποκαλύπτει: κατάγεται από την Αρκαδία. (Κι οι Αρκάδες, ως γνωστόν, άρχισαν να εκχριστιανίζονται μόλις τον 7ο μ.Χ. αιώνα.) Αλλ” εκεί σταματά κάθε σχετική, εύλογη εικασία.
Μπορεί να είναι ψηλός ή μετρίου αναστήματος, όπως ο Ισοβίτης σε σχέση με τους άλλους κρατούμενους, μπορεί να “χει πρόσφατα συμπληρώσει τα σαράντα (εάν ξεκίνησε τη σειρά του Κόκκορα ως εικοσάχρονος) ή να πλησιάζει τα εξήντα (εάν το ώριμο χιούμορ αυτής της πρώτης του σειράς το ξεκίνησε σε κάποιαν ανάλογα ώριμη ηλικία). Μπορεί, ακόμη, να “χει σπουδές ψυχολόγου (εάν λάβουμε υπ” όψιν τις σχέσεις των ηρώων του), σπουδές θεατρολόγου (εάν λάβουμε υπ” όψιν τις καταιγιστικές ατάκες των διαλόγων τους), ή σπουδές αρχιτέκτονα (επειδή, ακριβώς, τίποτε στο έργο του δεν προϊδεάζει για κάτι τέτοιο). Απίθανο, τέλος, φαίνεται να “ναι παντρεμένος, αφού οι ήρωές του προβληματίζονται περί το σεξ χωρίς ποτέ να σχολιάζουν την έγγαμη εκδοχή του.
Μολονότι το τεκμαρτό “δελτίο αστυνομικής ταυτότητας” του Αρκά είναι, έτσι, πολύ φτωχό -χωρίς φωτογραφίες, τηλεσυνεντεύξεις κι αυτοπροβολές- το “δελτίο” της δημιουργικής του ταυτότητας, αντιθέτως, δείχνει εξαιρετικά πλούσιο. Κι όλα ξεκινούν, πιστεύω, από μια βαθύτατα ανθρώπινη κι αξιοθαύμαστα διαυγή απελπισία για την εδραία συνθήκη της ανθρώπινης μοίρας: τη θνητότητα. Όσο και αν, αυτό, μοιάζει απροσδόκητο σ” έναν μαέστρο του χιούμορ.
Βρίσκω, μάλιστα, να ισχύουν για τον Αρκά όσα επισήμαινε ο Γιαν Κοτ για τον Ιονέσκο: “Όλοι ξέρουμε ότι θα πεθάνουμε. Ο Ιονέσκο όμως το ξέρει ακόμα κι όταν ζητάει ανυπόμονα τον κατάλογο σε ένα εστιατόριο. Ακόμα κι όταν τρώει, ξέρει ότι πεθαίνει… Ο Ιονέσκο σκόπευε να γράψει τη διατριβή του στη Σορβόνη με θέμα Αμαρτία και Θάνατος στην Ποίηση μετά τον Μπωντλαίρ. Δεν τέλειωσε ποτέ την εργασία του. Τραυματισμένος από την αγωνία του θανάτου, έγινε συγγραφέας κωμωδιών…”.
Δεν ξέρω ποια άλλα σχέδια είχε για τη ζωή του ο Αρκάς. Μα κάποια ανάλογη φοβία πρέπει να τον οδήγησε στην κωμωδία και, ειδικότερα, στα “κόμικ στριπς”. (Τα πρώτα του “κόμικ στριπς”, άλλωστε, έχουν ως τόπο δράσης ένα κοτέτσι, με πρωταγωνιστή έναν ανασφαλή Κόκκορα. Όπως κι ένα από τα λιγότερο γνωστά έργα του Ιονέσκο –Το μέλλον ανήκει στα αβγά– το οποίο διαδραματίζεται σ” έναν αχυρώνα που μεταβάλλεται σε κοτέτσι, με ηρωΐδα μιαν ακατάσχετα ωοτόκο νεαρή σύζυγο, τη Ρομπέρτα, που κατακλύζει το σύμπαν με θνητούς.)
Δεν ξέρω, επίσης, εάν η πίστις σώζει. Το χιούμορ, πάντως, μοιάζει οριστικά σωτήριο. Κι αν όπως διαπίστωναν οι αρχαίοι: “αεί ο Θεός γεωμετρεί”, στη νεότερη ιστορία της ανθρωπότητας ο Ύψιστος προτιμάει, μάλλον, να γελοιογραφεί ασταμάτητα.
Καλώς ή κακώς, στο τέλος του 20ού αιώνα χάσαμε όσες ενθουσιώδεις βεβαιότητες είχαν ανθήσει στον 19ο. Οι αυστηρά περιγεγραμμένες περιοχές του εγκεφάλου που, σύμφωνα με τους “φρενολογικούς χάρτες” του Gall, έδραζαν τ” ανθρώπινα χαρίσματα -από τον αυτοσεβασμό και τον πατριωτισμό μέχρι τη νομιμοφροσύνη και τη δημιουργικότητα- έχασαν κάθε προσδιορισμό μέσα στις νεότερες “αλληλεπιδράσεις των ψυχοφυσιολογικών δομών”. Ανάλογα, οι προσδιορισμοί των ταξικών αντιθέσεων και η αισιόδοξη προσδοκία μιας επαναστατικής νομοτέλειας, κατέληξαν σε μακελειά και παλινορθώσεις ή σε προσωπικά αδιέξοδα, μέσα σ” ένα “μέλλον που διαρκεί πολύ”, όπως εύστοχα το χαρακτήρισε ο Λουί Αλτουσέρ. Κι εκείνο το έξοχο τρίπτυχο: “ελευθερία, ισότης, αδελφότης”, με το οποίο ξεκίνησε ο 19ος αιώνας, αντί να εξελιχθεί στον 20ό σε κάτι όπως: “ομορφιά, αυτογνωσία, διεθνισμός”, επανήλθε στην εθνικιστική καχυποψία τού: “πατρίς, θρησκεία, οικογένεια”.
Αλλ” ακόμη και η εκδοχή της ατομικής θεωρίας που, κάπου στα μέσα του 20ού αιώνα, είχε λύσει το μυστήριο της ύλης αναγνωρίζοντας στο εσωτερικό τού πιο απειροελάχιστου στοιχείου -του αδιαίρετου “ατόμου”- ένα πλήρες ηλιακό σύστημα -με κεντρικό πυρήνα και περιφερόμενα ηλεκτρόνια- κατέρρευσε. Η θαυμάσια επανεύρεση του μακρόκοσμου στον μικρόκοσμο, ενώ έμοιαζε με τέλεια “λύση”, άξια του ικανότερου συγγραφέα αστυνομικών ανιχνεύσεων, διαψεύσθηκε. Για να καταλήξει στην απροσδιοριστία της θεωρίας των κβάντα και το απροσέγγιστο της θεωρίας του χάους.
Η επιστημονική κατανόηση του κόσμου θυμίζει, πλέον, το ανέκδοτο με τον πόντιο συνοδηγό που, βγάζοντας το κεφάλι του από το παράθυρο του αυτοκινήτου για να πληροφορήσει τον οδηγό εάν λειτουργεί το δεξί φλας, διαπιστώνει ότι το φλας: “λειτουργεί, όχι δεν λειτουργεί, λειτουργεί, όχι δεν λειτουργεί, λειτουργεί…”! Κάπως ανάλογα, ο επιστημονικός κόσμος των ημερών μας συμπεραίνει διαδοχικά: “καταλάβαμε, όχι δεν καταλάβαμε, καταλάβαμε, όχι δεν καταλάβαμε, καταλάβαμε…”.
Κάθε ολοκληρούμενη ανθρώπινη ζωή, έτσι, μοιάζει ν” ανακυκλύεται, συναντώντας στη λήξη της τις αβεβαιότητες της έναρξής της. Κι η επιθανάτια διαπίστωση όποιου εκμετρά έναν πλήρη ημερών βίο ταυτίζεται, σχεδόν, με τη διαπίστωση των θεατών στους κινηματογράφους του 1950, όταν έμπαιναν στη μέση της προβολής κι αποχωρούσαν μόλις αναγνώριζαν τις σκηνές που είχαν πρωτοδεί, αναφωνώντας: “εδώ ήρθαμε, πάμε να φύγουμε”!
Μπορεί η ιστορία να διδάσκει, εν γένει, αλλ” ο κάθε άνθρωπος είναι έτοιμος να επαναλάβει, ξανά και ξανά, τα πιο στοιχειώδη σφάλματα καθώς, στην προσωπική ζωή, ο καθένας πρέπει να διδαχτεί από τη δική του εμπειρία. Κι αυτό που καθορίζει την ανθρώπινη εμπειρία, σε αντιδιαστολή προς κάθε άλλο βιολογικό είδος, είναι η ικανότητα να αντιλαμβανόμαστε το άπειρο της έκτασης -σύμπαν- όσο και το άπειρο της διάρκειας -αιωνιότητα- δίχως, όμως, την παραμικρή διαφορά από το λοιπό ζωικό βασίλειο, ως προς την ικανότητα ν” απολαμβάνουμε τα δεδομένα των σχετικών αντιλήψεών μας.
Στερημένοι από κάθε λογής βεβαιότητες και καταδυναστευμένοι από την αντίφαση να μπορούμε να συλλογιζόμαστε σα θεοί αλλά να ενεργούμε με την παρόρμηση του ζώου, οι άνθρωποι, έχουμε μόνο δύο διεξόδους: την προσευχή ή το γέλιο. Τη διαρκή μετάνοια, για τα αλλεπάλληλα γλιστρήματα στις ποταπότητες του ζώου και τον αναπόδραστο εγκλεισμό στον κύκλο ζωής κάθε έμβιου όντος, ή τον πείσμονα αυτοκαγχασμό για τις ίδιες, ακριβώς, “αδυναμίες” μας.
Σ” αυτό το τελευταίο πεδίο μεγαλουργεί ο Αρκάς.
Εάν ο Αρκάς ήταν πολιτικός γελοιογράφος, θα είχε σπουδαίες ευκαιρίες να παράγει γέλιο απ” τα απολύτως αξιοχλεύαστα επεισόδια της καθημερινότητας. Όπως κάνει ο Κώστας Μητρόπουλος επί σαράντα χρόνια, με τις οξυνούστατες συνόψεις της πολιτικής επικαιρότητας, ή ο Γιάννης Καλαϊτζής, με τις σοφές γραμμές της καρικατούρας του και πρόσφατες αφορμές τις συμπράξεις ορθόδοξου μαρξισμού κι ορθοδόξου θεολογίας, π.χ., και τις αντιπαραθέσεις “αιρετικών – προαιρετικών” γύρω από τις αστυνομικές ταυτότητες.
Αλλ” ο Αρκάς ενδιαφέρεται για κάτι πέρα απ” αυτά ή, μάλλον, για κάτι κάτω απ” αυτά: τους βαθύτερους μηχανισμούς των ανθρώπινων συμπράξεων και της ανθρώπινης συνείδησης -του είναι-εν-κοινωνία και του είναι-εν-επικοινωνία– που τα προκαλούν όλ” αυτά· την τάση των ανθρώπων να βρίσκονται μαζί ώστε να σώζονται όλοι μαζί, καίτοι διαπιστώνουν, συνεχώς, πως ο καθένας χάνεται πάντα μόνος του· τους ατελέσφορους συμβιβασμούς ανάμεσα στο ευγενές ζώο και τον άρπαγα άνθρωπο όσο κι ανάμεσα στον αβρόφρονα άνθρωπο και το ακόρεστο ζώο που συνοικούν στον καθένα μας· και τη βαθειά επίγνωση μιας άκρως “αντι-ποιητικής” λειτουργίας της γλώσσας που, από όργανο νοηματοδότησης του κόσμου κι επικοινωνίας μεταξύ ανθρώπων, γίνεται μόνιμη αιτία ελλιπούς συνεργασίας κι αλλεπάλληλων διολισθήσεων των συμφραζομένων.
Εκεί, σ” αυτή την τελευταία επίγνωση, νομίζω πως έχει εντοπίσει ο Αρκάς την τέλεια μηχανή παραγωγής ενός ιδιότυπου, φιλοσοφικού χιούμορ. Εκεί, έχει στήσει τον ακρογωνιαίο λίθο που στηρίζει τους επιτυχείς μετασχηματισμούς όλων των σειρών του. Συνδέοντας το τραγικό με το γκροτέσκο, το θεϊκό με το κτηνώδες.
Όταν, φερ” ειπείν, ένας αγχώδης κι ενοχικός Κόκκορας, φανερά εξαντλημένος, δηλώνει στο γουρούνι πως έχει “τέσσερις μέρες να κοιμηθεί” κι εκείνο (με τη γνωστή έφεση των ανθρώπων, να εκδηλώνουν τη φιλαλληλία τους σε κάθε πάθηση αραδιάζοντας συναφή συμπτώματα) προσφέρει τη συμπαράστασή του λέγοντας: “Κι εγώ το ίδιο! Αλλ” ευτυχώς κοιμάμαι τις νύχτες”, έχουμε ένα εξαιρετικό δείγμα διολίσθησης συμφραζομένων. “Έχω τέσσερις μέρες να κοιμηθώ” σημαίνει, φυσικά, έχω τέσσερα συνεχή εικοσιτετράωρα χωρίς ύπνο. Το γουρούνι, όμως, μένοντας στην κυριολεξία: “μέρες”, μετατρέπει το σχόλιο συμπάθειας σε σχόλιο χλεύης. Δεν πρόκειται για ένα διάλογο του είδους: “-Μου πονάνε συνεχώς τα κόκκαλα. -Κι εμένα, αλλά μόνο όταν ο καιρός πάει για βροχή”, όπου πράγματι ισχύει η διαβάθμιση των συμπτωμάτων και όχι μια πλήρης μετάθεση περιεχομένου.
Ίσως, η αγχώδης κι ανήσυχη φύση του Κόκκορα (σειράς που ξεκίνησε το 1981), απέναντι στην απάθεια του Γουρουνιού, να γέννησε τα πρόσωπα της αμέσως επόμενης σειράς του Αρκά -της σειράς: Show Business (το 1983)- με τις αντιπαλότητες δυο παραδοσιακών ειδών περιοδευόντων θιάσων: του Χλέμπουρα με τον Βαγγέλη, την αρκούδα, και της γενειοφόρου Θέκλας με τον θίασό της από θαυματοποιούς, γόητες ερπετών και μιαν ασώματο κεφαλή.
Κι εκεί πάντως, παρά τον συχνά “κινητικό” χαρακτήρα του χιούμορ (με διάφορες καταλήξεις επεισοδίων στις οποίες το κωμικό αναδύεται από την εικαστική επεξεργασία μορφασμών ή στάσεων), βασικός μηχανισμός παραμένει η ελλιπής συνεργασία και η διολίσθηση των συμφραζομένων. Με τη Θέκλα να επιπλήττει τον Ασώματο, γιατί δεν χειροκροτεί τις εμφανίσεις της, ή τον Χλέμπουρα να εξηγεί πόση αυτοπειθαρχία χρειάζεται ώστε να υπηρετηθούν οι υψηλές αισθητικές απαιτήσεις της δουλειάς τους και την αρκούδα να το “επιβεβαιώνει”, διευκρινίζοντας ότι η μεγαλύτερη δυσκολία έγκειται στην αποδοχή σίτισης με ένα μόνο γεύμα την εβδομάδα!
Ένας ακόμη μετασχηματισμός των “ομιλητικών ζώων” γέννησε και τη σειρά: Ξυπνάς μέσα μου το ζώο (το 1985). Μολονότι η εικαστικήεπεξεργασία (με χρώματα, εκφράσεις, στάσεις κ.λπ.) συμμετέχει σημαντικά στις σπουδαίες αφορμές γέλιου που προσφέρουν τα δύο άλμπουμ αυτής της σειράς, ο μηχανισμός της ελλιπούς συνεργασίας και της διολίσθησης των συμφραζομένων διατηρείται κεντρικός. Παράδειγμα εκείνο το πουλί που, έντρομο, αναγγέλλει στον γύπα ότι “έπεσε επιδημία στο δάσος” κι αυτός, εξετάζοντας την είδηση από τη σκοπιά του πτωματοβόρου μόνο, συμμετέχει στον αποτροπιασμό με τη φράση: “Ω θεέ μου! Πάει η δίαιτά μου!” Κι άλλο παράδειγμα εκείνη η γουρούνα που πληροφορεί, απαθής, τον επιβήτορά της ότι: “είναι κλειτοριδική”, ενώ αυτός συνεχίζει απτόητος την επίδοσή του, με το μεγάθυμο σχόλιο: “Κι εγώ είμαι στομαχικός. Στις μέρες μας όλοι πάσχουμε από κάτι!”
Στα σκόρπια δείγματα αυτής της σειράς, όπως και σ” όλες τις επόμενές του, ο Αρκάς δεν χρειάζεται να παραπέμψει στην επικαιρότητα και να βγάλει γέλιο δια του επικαιρικού υπαινιγμού. Επιμένοντας στις εδραίες αντιφάσεις της ανθρώπινης κατάστασης και της κοινωνίας, αφήνει την επικαιρότητα να έρχεται να συνδυαστεί με τα σκίτσα του. Όπως, πολύ χαρακτηριστικά, στην περίπτωση των δυο αρσενικών λιονταριών που συνουσιάζονται μέσα στη ζούγκλα κι όταν το ένα, σε μια κρίση ηθικής αυτογνωσίας, αναφωνεί: “Τι ντροπή!.. Ο βασιλιάς των ζώων, ξεφωνημένη αδερφή!..”, το άλλο πάει να διασώσει την κατάσταση με την ορθή αντίρρηση: “Μα γιατί ανακατεύεις το σεξ με την πολιτική;”
Μια ανάλογα επικαιρική αντιπαράθεση -αλλοτριωμένης ιντελιγκέντσιας κι αυθεντικής λαϊκότητας- δίνει αφορμές να ξαναδούμε με ανανεωμένο ενδιαφέρον την αμέσως επόμενη σειρά του Αρκά: Μετά την Καταστροφή (του 1986). Πρόκειται για τους δυο μοναδικούς επιβιώσαντες μετά έναν “τρίτο παγκόσμιο πόλεμο”: ένα φαλακρό διανοούμενο κι έναν μαλλιαρό (σε εμφάνιση και λεξιλόγιο) τύπο, που περιφέρονται και διχογνωμούν στα τοπία μιας ερειπωμένης πόλης. Κι όταν, σ” ένα από τα “στριπ” της σειράς, ο απελπισμένος από την κατάληξη του κόσμου διανοούμενος εμφανίζεται να θρηνεί για το πώς κατάντησε ο πλανήτης “όλο σκουπίδια”, ο ελλιπώς συνεργαζόμενος λαϊκός τύπος κρατά μόνο την αμεσότητα της διαπίστωσης, σπεύδοντας να “παρηγορήσει” τον διανοούμενο με την προτροπή: “Ωραία, έλα να κοιμηθούμε τώρα και θα ξυπνήσουμε νωρίς να καθαρίσουμε.”
Μ” έναν ιδιόρρυθμο μετασχηματισμό της προηγούμενης αντιπαράθεσης, φαίνεται να προέκυψε κι η μεθεπόμενη σειρά του Αρκά –Ο Παντελής και το Λιοντάρι (το 1987). Πάλι ένας διανοητής απέναντι σ” έναν ακαλλιέργητο, αλλ” εδώ είναι το λιοντάρι, μέσα στο κλουβί του ζωολογικού κήπου, που εκφράζει υψηλούς οραματισμούς, ενώ ο υπάλληλος-καθαριστής εμμένει στις ευτελείς προσδοκίες του. Κατά τα άλλα, η ελλιπής συνεργασία δομεί την πλειονότητα των ιλαρών αντιπαραθέσεων μεταξύ Παντελή και λιονταριού. Όπως στην περίπτωση που το λιοντάρι μαραζώνει από τη λαχτάρα να ξαναδεί την πατρίδα του, έστω για λίγο, κι ο Παντελής φροντίζει να του φέρει στο κλουβί του ένα χάρτη της Αφρικής!
Την ίδια χρονιά (το 1987) μια σύντομη σειρά με ευάριθμα “στριπ” -η σειρά: Φάε το Κερασάκι– διακωμωδεί τα ηλεκτρονικά παιχνίδια τύπου “πάκμαν”. Η διολίσθηση των συμφραζομένων, εδώ, έχει να κάνει πιο πολύ μ” ένα είδος μεταγλωσσικής ενάργειας καθώς, κάθε τόσο, “τερατάκι” και “ιππότης” σταματούν το κυνηγητό τους, για να σχολιάσουν τους ρόλους τους και τους όρους του παιχνιδιού μέσα στο οποίο βρίσκονται ενταγμένοι.
Την αμέσως επόμενη χρονιά (το 1988) ο Αρκάς ξεκινά τη σειρά: Ο Ισοβίτης. Πρόκειται, κατά τη γνώμη μου, για την ωριμότερη μέχρι τότε εκδήλωση του ιδιότυπου χιούμορ του. Μολονότι ο μετασχηματισμός των διπόλων: ιδεώδους-εφικτού, αβρότητας-σκαιότητας, κοσμιότητας-αγένειας, προσδοκίας-εκπλήρωσης κ.ο.κ. συνεχίζει να διατηρείται, το είδος του πλαισίου και τα επεισόδια που προκύπτουν με τους επί μέρους χαρακτήρες γίνονται ακόμη πιο ξεκαρδιστικά και, ταυτόχρονα, ακόμη πιο σπαρακτικά.
Η φυλακή, ως σύστημα σωφρονισμού, όσο και η “φυλακή” της βιολογικής υπόστασης, μέσα στην οποία μόνο μπορεί κανείς να είναι-εν-κόσμω, δεν προσφέρονται για γέλια. Πεθαίνουν άνθρωποι, μέσα στη μία, και πεθαίνουν όλοι οι άνθρωποι μέσα στην άλλη. Γι” αυτό το λόγο, όμως, το γέλιο αποκτά έναν απολύτως ανατρεπτικό χαρακτήρα.
Όταν ο Μάγειρος της φυλακής, απηυδησμένος από την πανίδα των άξεστων τους οποίους έχει να σερβίρει καθημερινά, καταλήγει στο συμπέρασμα: “η φυλακή δεν θα φτιάξει ποτέ, αν δεν αρχίσουν να φέρνουν καλύτερους ανθρώπους!”, δεν παίζει απλώς με μια διολίσθηση των συμφραζομένων, οδηγώντας στο παράλογο ό,τι θα μπορούσε να αποτελεί λογική διαπίστωση σ” ένα άλλο πλαίσιο. (Αν κάποιος υπουργός παιδείας, λ.χ., διαπίστωνε ότι: “τα σχολεία δεν θα βελτιωθούν ποτέ, εάν δεν αρχίσουν να φέρνουν καλύτερους δασκάλους.”) Ο Μάγειρος του Αρκά εκθέτει, συγχρόνως, όλο τον παραλογισμό που συνεπάγεται η φυλακή ως “επισκευαστική μεσολάβηση”, αναγκαία ακόμη και σε κοινωνίες με καλύτερους ανθρώπους, χωρίς παραβατικότητες κι άρα χωρίς λόγο να φυλακίζονται.
Ενόσω συνεχιζόταν η σειρά του Ισοβίτη, μεσολάβησε μια άλλη σύντομη σειρά, οι: Αταίριαστοι Έρωτες (το 1988). Σειρά που προοιωνιζόταν, κατά κάποιο τρόπο, αρκετές από όσες ήταν ν” ακολουθήσουν, τόσο ως προς τις μορφολογικές επινοήσεις αντίξοων ζευγαριών όσο και ως προς το σταθερό μοτίβο των αντίξοων σταθμίσεων επιθυμίας και επίδοσης, στόχευσης και επιτευγμάτων, αυθόρμητης αρέσκειας και τυποποιημένων αισθητικών αντιδράσεων.
Το 1991 αρχίζουν στην κυριακάτικη Ελευθεροτυπία οι: Χαμηλές Πτήσεις. Πρόκειται για μία από τις δημοφιλέστερες σειρές του Αρκά. Όχι άδικα αφού, με αφορμή τη σχέση ενός εγκαταλειμμένου από τη σύζυγό του “πατέρα σπουργίτη” και του κακομαθημένου “γιου” του, ο Αρκάς βρίσκει ευκαιρίες να καγχάσει παραδοσιακές έννοιες περί οικογενείας ως “κυττάρου της κοινωνίας”, όσο και νεότερες, ψυχαναλυτικές έννοιες περί “οικογενειακού ρομάντσου”, παιδαγωγικές περί “επιτρεπτικότητας”, καλλιτεχνικές περί “συνταγογραφημένης λογοτεχνίας” κ.ο.κ.
Με την κάθε ευκαιρία, βέβαια, εκείνο που διαπρέπει κατ” εξοχήν είναι ο σταθερός μηχανισμός ελλιπούς συνεργασίας ή διολίσθησης των συμφραζομένων. Μολονότι η σχέση πατέρα-γιου σπουργιτιών αποτελεί το μετασχηματισμό της σχέσης Ισοβίτη-Μοντεχρήστου, απ” την προηγούμενη σειρά, το νεαρό σπουργίτι αποδεικνύεται μέγας μαέστρος αυτών των μηχανισμών -μια πραγματική ιδιοφυΐα κακοπιστίας.
Όταν, λ.χ., ο πατέρας σπουργίτης εξηγεί στο γιο τη δική του δύσκολη παιδική ηλικία και, περιγράφοντας τον δικό του αυταρχικό πατέρα καταλήγει: “εκείνο που πραγματικά με πείραζε ήταν που όταν γύριζε σπίτι χτυπούσε τη μητέρα μου!”, ο γιος διατυπώνει την απορία: “γιατί; … Δεν είχατε κουδούνι;” Ανάλογα, όταν σε κάποια από τις κατά καιρούς απόπειρες του γιου ν” αποδείξει πως δεν είναι σπουργίτι, αλλά κατάγεται από κάποιο σημαντικότερο είδος πτηνών, κι αρχίζει να βάφεται ροζ για να φανεί σαν φλαμίνγκο, ένα περαστικό περιστέρι απορεί: “Μα γιατί, αγόρι μου, το κάνεις αυτό; Γιατί αρνιέσαι τη φύση σου;” Η απάντηση του νεαρού, ενώ δείχνει τον πατέρα του, είναι: “Γιατί μισώ αυτόν και δεν θέλω να του μοιάζω!” Το περιστέρι εξανίσταται: “Μα αυτός είναι ο πατέρας σου!.. Πώς είναι δυνατόν;” Και το νεαρό σπουργίτι, δίνοντας τελείως άλλο νόημα στα λόγια του περιστεριού, συμμερίζεται την απορία μ” ένα: “Τι να σας πω;.. Κι εγώ το ίδιο λέω κάθε φορά που τον βλέπω!”
Ενόσω συνεχίζονταν οι Χαμηλές Πτήσεις, ο Αρκάς ξεκίνησε μια νέα σειρά στο περιοδικό Μετρό, τον: Καστράτο (το 1995). Σε μετασχηματιστικούς όρους, ο Καστράτο είναι κάτι σαν τον Ισοβίτη, η Λουκριτία είναι κάτι σαν τον Μοντεχρήστο κι η γηραιά κυρία, ιδιοκτήτρια των δυο γατιών, κάτι σαν θηλυκή εκδοχή του αφελούς Παντελή, απ” τη σειρά: Ο Παντελής και το Λιοντάρι. Η αισθησιακή Λουκριτία, περιορισμένη στο παλαιϊκό σπίτι μιας γριάς χήρας δίπλα σ” έναν ευνουχισμένο, δίνει το σταθερό τόνο ενός χιούμορ που εστιάζεται στο σεξ. Εκεί, ωστόσο, η ελλιπής συνεργασία διαπρέπει πάντα, και μάλιστα κατά κυριολεξίαν (όσο η Λουκριτία επιδιώκει να “βολευτεί”, έστω και με τον Καστράτο), ενώ η διολίσθηση των συμφραζομένων προσφέρει άπειρες αφορμές σαρκασμών.
Παράδειγμα μια Λουκριτία που αμφισβητεί την αγάπη της κυρίας προς τον γάτο της, αφού έβαλε να τον ευνουχίσουν, κι απελπίζεται με τον Καστράτο που επιμένει ότι κάτι τέτοιο αποτελεί δείγμα αγάπης. Κι όταν εκείνος της εξηγεί πως ανάλογα η κυρία αγαπούσε τον άνδρα της, αφού προσπάθησε να του παρατείνει τη ζωή κόβοντάς του το ποτό, η Λουκριτία σπεύδει να συμπεράνει: “Ορίστε, από όλους κάτι κόβει!”
Το 1998, μετά από επτά συνεχή χρόνια της σειράς Χαμηλές Πτήσεις, εμφανίστηκαν στη θέση της τα Πειραματόζωα. Τα επεισόδια αναπτύσσονταν κατά τις ξεναγήσεις ενός νεοφερμένου χάμστερ, με τ’ όνομα Ιπποκράτης, σε κάποιο εργαστήριο βιολογίας, από ένα έμπειρο ποντίκι με το όνομα Βάκιλος.
Μολονότι, εκεί, ο μηχανισμός της νοηματικής διολίσθησης έφτασε σε μιαν εξαιρετική εκλέπτυνση (όπως με το φοβερά μεταλλαγμένο πρόβατο, που δείχνει σαν όλα τα άλλα πρόβατα αλλά “γράφεται με ωμέγα!”, ή τον πεπεισμένο πως όλοι είμαστε πειραματόζωα στο μεγάλο εργαστήριο της φύσης, υποκείμενα των “αέναων δοκιμών της”, διευθυντή του εργαστηρίου στον οποίο, κατά το Βάκιλο, η φύση “δοκιμάζει την υπομονή της!”), η σειρά παραήταν αιχμηρή. Παρέπεμπε με απαράβλεπτη σαφήνεια στις φρικωδίες που πράγματι συντελούνται σε τέτοια εργαστήρια και πιθανώς ενόχλησε το μεγάλο κοινό. Έτσι, όπως συμβαίνει με όλα τα πειραματόζωα, και αυτά του Αρκά αποδείχτηκαν βραχύβια.
Μέσα στο 1998 πάντα, τα Πειραματόζωα αντικαταστάθηκαν από τον Καλό Λύκο. Δίπολο αντιθέσεων άγριας κι εξημερωμένης φύσης, όσο και μετασχηματισμός κάποιων από τις φιγούρες που είχαν εμφανιστεί στους Αταίριαστους Έρωτες, η σειρά του Καλού Λύκου έπαιξε πάνω στο θέμα ενός λύκου βαθύτατα ερωτευμένου με μια προβατίνα. Φυσικά, υπήρχε ένας λαγός να καγχάζει ασταμάτητα τις ατολμίες του ερωτευμένου λύκου κι ένα τσοπανόσκυλο να μεριμνά για την ενοχλημένη από το φλερτ του λύκου προβατίνα, ώστε να προκύπτουν οι συγκλίσεις των κωμικών συγκυριών. Αλλ” εκείνο που συνέθετε τη βαθύτερη δομή του κωμικού, για μιαν ακόμη φορά στον Αρκά, ήταν η διολίσθηση συμφραζομένων και η ελλιπής συνεργασία.
Παράδειγμα ο έτοιμος να αυτοκτονήσει από ερωτική απελπισία λύκος, που αποφασίζει να μην προχωρήσει στην αυτοχειρία επειδή βρίσκει μια τρίχα της αγαπημένης του, κι ο λαγός σχολιάζει ότι τη γλύτωσε “παρά τρίχα!” Ή το τσοπανόσκυλο που διακόπτει για λίγο το ξυλοκόπημα του λύκου, όταν αυτός παρακαλεί να συζητήσουν το θέμα, εάν το τσοπανόσκυλο πιστεύει στον πολιτισμένο διάλογο, κι εκείνο διευκρινίζει ότι βεβαίως πιστεύει στον πολιτισμένο διάλογο, “…αλλά μόνο όταν η ωμή βία δεν φέρνει αποτέλεσμα!”
Εάν από τις τρεις κατηγορίες του κωμικού που ξεχώριζε ο Μπωντλαίρ -το θηριώδες (comique feroce), το αθώο (comique innocent) και το απόλυτο (comique absolu)- τα Πειραματόζωα ανήκαν στο “θηριώδες” κι ο Καλός Λύκοςστο “αθώο”, η νέα εν εξελίξει σειρά: Η ζωή μετά (από τα τέλη του 1999) τείνει, μοιραία, στο “απόλυτο”. Απόλυτο του τόπου στον οποίο λαμβάνουν χώρα τα επεισόδιά της, αφού πρόκειται για ένα “επέκεινα” χριστιανικό στη σύλληψη κι ελληνορωμαϊκό στη σκηνογραφία του. Απόλυτο, γιατί συνοψίζει όλα τα δίπολα των προηγουμένων ηρώων του Αρκά, στην πιο εμβληματική εκδοχή ενός στωικού αγγέλου κι ενός πλακατζή διαβόλου. Κι απόλυτο, τέλος, γιατί ένα τόσο πληθωρικό ταλέντο σαν του Αρκά, που ξεκινά με αστεϊσμούς γύρω από τις συνθήκες έναρξης κάθε ζωής -τα αβγά- για να σαρώσει, διαδοχικά, την τέχνη, τη σεξουαλικότητα, τις απόρροιες του πολέμου και της τεχνολογίας, τους θεσμούς του σωφρονισμού ή της οικογένειας, τη μοχθηρία ορισμένων επιστημονικών ερευνών και τη γεροντική άνοια των γατοτρόφων κυριών, καταλήγει, στη 13η σειρά του, με μεταθανάτια ευφυολογήματα.
Κι αν στη γη οι νοηματικές διολισθήσεις δίνουν εξαιρετικές ευκαιρίες αστεϊσμών, στον άλλο κόσμο, επίσης, μια: “εξακόσια εξήντα έξι χοληστερίνη!”, μπορεί να οδηγήσει σε αφορισμούς και στην κόλαση! Αυτό κι αν είναι ελλιπής συνεργασία ή διολίσθηση συμφραζομένων. Οπωσδήποτε, είναι ένα ακόμη δείγμα του πώς η επικαιρότητα έρχεται εκ των υστέρων να “ενεργοποιήσει” ένα σοφό χιούμορ, αντί να του προσφέρει την αρχική αφορμή, όπως κατά κανόνα γίνεται με τις γελοιογραφίες.
Αν οι υψηλότερες στιγμές της φιλοσοφίας είναι αυτές που αρθρώνουν σοφές απαντήσεις σε παιδικά ερωτήματα, οι κορυφαίες εκδοχές του χιούμορ είναι αυτές που αρθρώνουν σοφά ερωτήματα σε θέματα για τα οποία δεν υπάρχει καμιά απάντηση.
Ένα τέτοιο χιούμορ προβάλλει, πολύ συχνά, από τις σειρές του Αρκά. Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα ένα απ” τα επεισόδια του πρώτου άλμπουμ των Χαμηλών Πτήσεων. Όταν το νεαρό σπουργίτι, όρθιο δίπλα στον πατέρα του, καθρεφτίζεται μαζί του στα νερά του ρείθρου ενός πεζοδρομίου κι αναρωτιέται γιατί να μοιάζουν τόσο οι δυο τους. Μόλις ο πατέρας παίρνει, πρόθυμος, να διευκρινίζει ότι τα παιδιά πάντα μοιάζουν στους γονείς τους, όπως εκείνοι έμοιαζαν στους δικούς τους γονείς κι όπως τα μελλοντικά παιδιά των παιδιών θα τους μοιάζουν επίσης, αιφνιδιάζεται με το περίπου αμλετικό ερώτημα: “Και γιατί συνεχίζουμε;.. Περιμένουμε την έκπληξη;”
Εύλογη απάντηση ασφαλώς δεν υπάρχει, στο ερώτημα του σπουργιτιού. Υπάρχει, ωστόσο, μια μνεία απάντησης που προσφέρει το σύνολο έργο του Αρκά, όσο και κάθε άλλη ευκαιρία πνευματώδους αστεϊσμού. “Συνεχίζουμε” γιατί, μέχρι το θρήνο των άλλων για μας, μπορούμε να εμμένουμε, σε πείσμα κάθε ειμαρμένης, στο δικό μας γέλιο.
Ο Noam Chomsky, έγραφε σε μια επιστολή του το 1993: “η επιστήμη είναι λιγάκι σαν το αστείο με το μεθυσμένο που ψάχνει κάτω απ” το φανοστάτη το κλειδί που έχασε στην άλλη πλευρά του δρόμου, γιατί εκεί είναι φωτεινά. Δεν έχει άλλη επιλογή.”
Μόνη άλλη επιλογή, ήδη υποφώσκουσα στην παρομοίωση του Τσόμσκι, μπορεί να είναι το χιούμορ. Εξακολουθεί να μη βρίσκει το κλειδί, αλλά έχει την έφεση να ψάχνει στα σκοτεινά -στη σωστή κατεύθυνση.
Πέτρος Μαρτινίδης.
|