“Καστράτο”: Οι ρόλοι είναι ένας
Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία: ο γάτος Καστράτο είναι μετεμψύχωση μεγάλου ευνούχου της αρχαιότητας: o θεολόγος Ωριγένης, ο ιουστινιάνειος στρατηγός Ναρσής ή μήπως κάποιος απ’ τους πολυμήχανους παρακοιμώμενους πρωθυπουργούς του Βυζαντίου; Ας αποφασίσει ο ίδιος.
Εμάς μας ενδιαφέρει σύμπασα η τριάδα “Καστράτο”. Λοιπόν, είναι ομοούσια. Και οι τρεις ήρωες ευνουχισμένοι: ο Καστράτο από σώμα, η γηραιά κυρία από πνεύμα, η Λουκρητία από ψυχή. Τρεις αναπηρίες του σύγχρονου κόσμου που παίζουν εδώ το παιχνίδι των ρόλων και που εκτρέφουν μαζοχιστικά τη δυστυχία τους καθώς εξαρτώνται η μια απ’ την άλλη. Ο κάθε ήρωας εκφράζει το δικό του ανικανοποίητο για το οποίο και κατηγορεί, όπως όλοι μας, είτε το ομολογεί είτε όχι, τη …βάσκανο μοίρα.
Αν οι ρόλοι άλλαζαν -ο Καστράτο αρτιμελής και ακόρεστα λάγνος, η Λουκρητία “απαθής” και ενάρετη, η κυρία αντιρομαντική, αυταρχική και ίσως νεάζουσα- πάλι το τοπίο του κόσμου θα νοσούσε ανίατα, πάλι η τριάδα θα ναυαγούσε μέσα στις αντιφάσεις της και, βέβαια, ο “Καστράτο” θα ισορροπούσε και πάλι ιδιοφυώς, ως ποιητικό κόμικς.
Η ποίηση του “Καστράτο” λοιπόν συνίσταται ακριβώς στη συμμετρία του με την ουσία των σχέσεων στο σύγχρονο κόσμο: είναι αδύνατες. Αυτός ο “διάλογος κωφών”, πέρα από τους γελαστικούς μηχανισμούς του, είναι διδακτικός ως προς τούτο: ότι τα όντα σήμερα ζουν ως κωμικοτραγικά και ιδίως μόνα, μέσα στις ανάγκες τους και στον δικό του κώδικα ομιλίας το καθένα.
Η “διδαχή” αυτή βέβαια βγαίνει μέσα από ένα ακραίο, συχνά αδυσώπητο χιούμορ. Το χιούμορ πάλι, έρχεται είτε από την εσκεμμένη γλωσσική ή νοηματική στρέβλωση, είτε από την γκροτέσκα ή απροσδόκητη κατάσταση. Όποια και αν είναι πάντως η προέλευσή του, πάντοτε προσπαθεί να μας παρηγορήσει, στην αρχή ίσως στιγμιαία, αργότερα και επαναληπτικά, για την αφόρητη μοναξιά της ασυνεννοησίας μας. Και, πράγματι, στους καιρούς της αλαζονευόμενης και ιδρωμένα πια επειγόμενης παγκόσμιας… επικοινωνίας, ο “Καστράτο”, με τον δικό του οδυνηρό σαρκασμό, αποδεικνύει το ανέφικτο ή μάλλον το ψευδεπίγραφο και απατηλό της επικοινωνίας αυτής.
Πίσω από ποιό ρόλο άραγε να κρύβεται ο δημιουργός της σειράς; Όλοι και κανένας τον αντιπροσωπεύουν εξίσου. Ενώ είναι ενοχικά απών σαν τον Συνταγματάρχη – Πιλάτο, συνάμα φέρει και χρησιμοποιεί με παρρησία και θράσος την εξαγρίωση και την εξαχρείωση της βάναυσης Λουκρητίας, ξεκουράζεται απ’ τον βάνδαλο κόσμο μέσα στην εξαναγκασμένη αγαθότητα και απραξία του Καστράτο, βαθύτερα δε νοσταλγεί τη ρομαντική αντίληψη ενός κόσμου που έφυγε ανεπιστρεπτί στην ευγενική, αστική, σαλονάτη ανατροφή των βαλσαμωμένων χειροφιλημάτων της γιαγιάς. Η σύνθεση των τεσσάρων -προσοχή, αν το σκεφτούμε καλύτερα ο Συνταγματάρχης κινεί σατανικά τα νήματα απ’ το βλοσυρό του παρελθόν-, όλη η σύνθεση λοιπόν επαληθεύει για μια ακόμη φορά το αυτοκαταλυόμενο και ευθύς εκ τέφρας αναγεννώμενο προφίλ του συγκεκριμένου δημιουργού: ένας οργίλος ρομαντικός που εκστρατεύει για να εκπορθήσει, μέσα απ’ την Κερκόπορτα του γέλιου, την κοινή μας Βασιλεύουσα: την Ουτοπία.
Όσο κι αν γελάς, τίποτε στον “Καστράτο” δεν είναι γελοίο. Όλοι είναι φυσικοί φορείς του εαυτού τους. Κι αυτό επειδή ο δημιουργός δεν υποδύεται τη γλώσσα τους, τη γνωρίζει ο ίδιος από μέσα. Έτσι, ενώ στις συγκρούσεις τους οι ήρωες είναι κωμικοί, ο καθένας τους, ως μοναχική υπόσταση ομιλίας, είναι γνήσια μελαγχολικός.
Ο πατέρας του “Καστράτο” προσέρχεται στη σειρά αυτή (όπως άλλωστε και ο εδώ υπογράφων), ως φίλος. Φίλος των οδοιπόρων της ζωής, τόσο των ασθενών όσο και… των ασθενών, επίσης. Προσέρχεται ως φίλος τους μ’ ένα αόρατο χαμόγελο συμπάθειας και ίσως και συνενοχής. Χαμόγελο θωπευτικό, επιμελέστατα κρυμμένο πίσω από μια μάσκα που μορφάζει, μάσκα απέραντα τρυφερή αλλά και άτεγκτα αξιοπρεπή, ώστε να προτιμά τον καγχασμό από το δάκρυ.
Γιάννης Βερβέρης